χοριοειδής

χοριοειδής
-ές, ΝΜΑ
1. ο όμοιος με το χόριο
2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ»
ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και αποτελεί τμήμα τού αγγειώδους χιτώνα
β) «χοριοειδής [ή λεπτή] μήνιγγα» και «χοριοειδὴς μῆνιγξ»
ανατ. η μήνιγγα που φέρει τα αιμοφόρα αγγεία και περιβάλλει άμεσα τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, συμφυόμενη στερεά με την επιφάνειά τους
νεοελλ.
φρ. α) «χοριοειδές ιστίο»
ανατ. αναδίπλωση τής χοριοειδούς μήνιγγας, η οποία, προωθώντας το επενδυματικό πέταλο τών κοιλιών τού εγκεφάλου, σχηματίζει μαζί του το χοριοειδές πλέγμα καθεμιάς από αυτές
β) «χοριοειδές πλέγμα»
(ανατ.-φυσιολ.) αγγειοβριθής λαχνώδης προσεκβολή τού χοριοειδούς ιστίου στις κοιλίες τού εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόριον + -ειδής*. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chorioid / choroid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χοριοειδής — like the afterbirth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο όμοιος προς το χόριο. 2. «χοριοειδής χιτώνας του οφθαλμού», ο μέσος χιτώνας του βολβού του ματιού που βρίσκεται μεταξύ σκληρού και αμφιβληστροειδούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοριοειδῆ — χοριοειδής like the afterbirth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδεῖ — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδές — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem voc sg χοριοειδής like the afterbirth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδοῦς — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοριοειδέσι — χοριοειδής like the afterbirth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… …   Dictionary of Greek

  • Choroïde — Schéma d’une section transversale de l’œil humain ; la choroïde est en violet …   Wikipédia en Français

  • coroides — (Del gr. khorion, piel, cuero + eidos, figura.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Membrana coloreada del globo del ojo situada entre la esclerótica y la retina. IRREG. plural coroides * * * coroides (del gr. «chorioeidḗs», con forma de cuero) f.… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”